- πετροβατικός
- -ή, -όν, Μ [πετροβάτης](για ζώο) ικανός να βαδίζει σε βραχώδη μέρη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πετροβατικοῦ — πετροβατικός given to rock climbing masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)